- αλαφρόγιομος
- -η, -οαυτός που δεν είναι καλά γεμισμένος: Του 'χαν δώσει ένα αλαφρόγιομο σακί στάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλαφρόγιομος — η, ο ο ελαφρά γεμισμένος, ο όχι εντελώς γεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + γιομίζω] … Dictionary of Greek
αλαφρο- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα στη λαϊκότερη κυρίως γλώσσα, σε διαλέκτους, στη γλώσσα τής λογοτεχνίας, αλλά και στην κοινή νεοελληνική. Η προέλευση του είναι διττή: α) από το επίθ. αλαφρός (ελαφρός) στη… … Dictionary of Greek
αλαφρόγεμος — η, ο ο αλαφρόγιομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + γεμίζω] … Dictionary of Greek